μαγκούρα


μαγκούρα
Προφορά

Ετυμολογία
μαγκούρα μεσαιωνική ελληνική μαγκούριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαγκούρα

✦ χοντρό ραβδί με γυριστή λαβή, μπαστούνι: άρπαξε το μπαστούνι ενός τραυματία κι ανέβηκε σ’ ένα τραπέζι. Κουνώντας τη μαγκούρα απάνω από το κεφάλι του… (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.