μαγειρικός


μαγειρικός
Προφορά

Ετυμολογία
μαγειρικός αρχαία ελληνική μαγειρικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαγειρικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το μάγειρα ή το μαγειρείο
✦ η μαγειρική ως ουσ., η τέχνη της παρασκευής φαγητών
✦ βιβλίο με συνταγές παρασκευής φαγητών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.