μαγεία
Προφορά
Ετυμολογία
μαγεία αρχαία ελληνική μαγεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαγεία
✦ χρησιμοποίηση φαρμάκων, φίλτρων και άλλων μυστηριωδών τρόπων για την πρόκληση υπερφυσικής ενέργειας, τα μάγια
✦ μαύρη μαγεία, άσκηση μαγικής τέχνης με επίκληση κακοποιών δυνάμεων για την πρόκληση κακού – λευκή μαγεία, η άσκηση μαγικής τέχνης για τη δημιουργία ευνοϊκών αποτελεσμάτων
✦ γοητεία, αισθητική απόλαυση: αυτός ο πίνακας είναι μαγεία – η μαγεία της μουσικής
✦ φρ. ως δια μαγείας, σαν από δύναμη υπερφυσική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–