μαγαρίζω


μαγαρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μαγαρίζω μεσαιωνική ελληνική μαγαρίζω

Ερμηνεία
ρήμα μαγαρίζω

✦ κοπρίζω, λερώνω
✦ μολύνω, μιαίνω: αρνηθήκανε την Ελλάδα και μαγαρίσανε την πίστη τους (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.