μίτος


μίτος
Προφορά

Ετυμολογία
μίτος αρχαία ελληνική μίτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μίτος

✦ νήμα
✦ η κλωστή στημονιού
✦ φρ. ο μίτος της Αριάδνης, μέσο για να βρει κανείς διέξοδο από περίπλοκη κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.