μίσθωση
Προφορά
Ετυμολογία
μίσθωση αρχαία ελληνική μίσθωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μίσθωση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του μισθώνω, ενοικίαση (ως προς τον ενοικιαστή)
✦ η σύμβαση μεταξύ ιδιοκτήτη και μισθωτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εκμίσθωση (ως προς τον ιδιοκτήτη)
Επιρρήματα
–