μίσθαρνος


μίσθαρνος
Προφορά

Ετυμολογία
μίσθαρνος μεταγενέστερη ελληνική μίσθαρνος (=μισθωτός εργάτης)

Ερμηνεία
επίθετο┘ μίσθαρνος -η, -ο

✦ ο απαρνητής των οποιωνδήποτε ηθικών αρχών, ιδ. του πατριωτισμού, για χάρη υποσχεμένης αμοιβής: μίσθαρνο όργανο των εχθρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.