μήνας
Προφορά
Ετυμολογία
μήνας μεσαιωνική ελληνική μῆνας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μήνας
✦ καθεμιά από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ηλιακού έτους
✦ χρονικό διάστημα τριάντα κατά συνέχεια ημερών: μα ήρθανε χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένοι (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–