μέτρο


μέτρο
Προφορά

Ετυμολογία
μέτρο αρχαία ελληνική μέτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μέτρο

✦ καθετί που παίρνεται ως πρότυπο συγκρίσεως για καθορισμό του μεγέθους, της έντασης ή της αξίας άλλων παρομοίων: πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, για όλα τα πράγματα το μέτρο είναι ο άνθρωπος (από το πλατωνικό: πÜντ’ ἄνδρα πÜντων χρημάτων μέτρον εἶναι)
✦ η βασική μονάδα του δεκαδικού μετρικού συστήματος
✦ μονάδα χωρητικότητας υγρών ή στερεών
✦ (στον πληθ.) οι διαστάσεις
(μτφ. ) το ανώτατο όριο, άκρο, τέρμα
✦ ο κανόνας, η βάση για την κρίση της αξίας
✦ το μέσο ανάμεσα σε δύο αντίθετα, αποφυγή ακροτήτων, σωστή αναλογία: μέτρον άριστον, η αποφυγή των ακροτήτων είναι το καλύτερο και ωφελιμότερο
✦ περίσκεψη, σύνεση
✦ (στην ποίηση) ο ρυθμός του στίχου
✦ πληθ. μέτρα, το σύνολο των ενεργειών για επίτευξη ορισμένου σκοπού και ιδ. για προφύλαξη: πρέπει να ληφθούν μέτρα για να μην υπάρξουν και άλλα θύματα
✦ μέτρα και σταθμά, το σύνολο των μονάδων για τη μέτρηση μεγεθών
✦ φρ. εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά, δεν κρίνει αντικειμενικά, μεροληπτεί
✦ προσωρινά μέτρα, δικαστική επέμβαση για τον προσωρινό διακανονισμό διαφοράς ή διασφάλισης δικαιώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.