μέτριος
Προφορά
Ετυμολογία
μέτριος αρχαία ελληνική μέτριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μέτριος -ια, -ιο
✦ αυτός που έχει τη σωστή αναλογία, ο μέσου μεγέθους, ούτε πολύ μεγάλος, ούτε πολύ μικρός: μέτριο σπίτι – μέτριο ανάστημα
✦ ο κατώτερης ποιότητας ή αξίας
Συνώνυμα
μέσος
Αντίθετα
υπέρμετρος, υπερβολικός
Επιρρήματα
μέτρια (Κ μετρίως)