μέτρηση


μέτρηση
Προφορά

Ετυμολογία
μέτρηση αρχαία ελληνική μέτρησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μέτρηση

✦ ο καθορισμός του μεγέθους ή του ποσού σε σχέση με ορισμένη μετρική μονάδα
✦ καταβολή μετρητών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.