μέση


μέση
Προφορά

Ετυμολογία
μέση αρχαία ελληνική μέση, └θηλ┘ του επιθέτου μέσος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μέση

✦ το μέσο ή το κέντρο πράγματος ή εκτάσεως
✦ το μέσο χρονικού διαστήματος
✦ η περιοχή του ανθρώπινου σώματος ανάμεσα στις λαγόνες και στη βάση του θώρακα, οσφύς
✦ φρ. μπαίνω στη μέση, παρεμβαίνω – βγάζω απ’ τη μέση, παραμερίζω, εξουδετερώνω – αφήνω ή παρατάω στη μέση, εγκαταλείπω – χτύπημα κάτω από τη μέση, για επίθεση εναντίον κάποιου, με ανέντιμες μεθόδους, μη επιτρεπτό, ύπουλο χτύπημα
✦ επιρρ. φρ. μέσες άκρες, συνοπτικά, σε χοντρές γραμμές

Συνώνυμα

Αντίθετα
άκρη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.