μέθυσος
Προφορά
Ετυμολογία
μέθυσος αρχαία ελληνική επίθετο μέθυσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η μέθυσος
✦ αυτός που συνηθίζει να μεθάει, ο μπεκρής: με τον μέθυσόν της άνδρα ημερόνυκτα τα έχει (Η. Τανταλίδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–