μάντρα
Προφορά
Ετυμολογία
μάντρα αρχαία ελληνική μάνδρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μάντρα
✦ περιφραγμένο οικόπεδο, περιφραγμένος χώρος
✦ ο τοίχος του περιφραγμένου οικοπέδου, μαντρότοιχος
✦ (ειδ.) περιφραγμένος χώρος για σταβλισμό κτηνών, το μαντρί
✦ περιφραγμένο οικόπεδο, χωρίς κτίσματα, που χρησιμεύει για αποθήκευση οικοδομικών ή άλλων υλικών, ή ως χώρος όπου εκτίθενται τα προς πώληση μεταχειρισμένα αυτοκίνητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–