μάντισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μάντισσα αρχαία ελληνική μάντις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μάντισσα
✦ ο ασχολούμενος με τη μαντική
✦ (μτφ. ) ο ικανός να προβλέπει τα μέλλοντα ή να διαισθάνεται τα άγνωστα: έστειλεν αξιωματικό του… τον μάντι να ρωτήσει πόσα θ’ αποκτήσει ακόμη (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–