μάνιασμα


μάνιασμα
Προφορά

Ετυμολογία
μάνιασμα μανιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μάνιασμα

✦ μανιώδης οργή, θυμός εναντίον κάποιου
✦ (μτφ. για τα στοιχεία της φύσης) θυελλώδης ορμή: το μάνιασμα του ανέμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.