μάλαξη


μάλαξη
Προφορά

Ετυμολογία
μάλαξη μεταγενέστερη ελληνική μάλαξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μάλαξη

✦ το μαλάκωμα με τρίψιμο ή με ψαύση
✦ εντριβή μέλους του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, μασάζ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.