λώθρα


λώθρα
Προφορά

Ετυμολογία
λώθρα ἡλώθρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λώθρα

✦ μυτερή άκρη του καρφιού την οποία κόβει ο πεταλωτής αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή των αλόγων
(μτφ. ) άχρηστο πράγμα
✦ φρ. δεν έμεινε λώθρα, επήλθε πλήρης καταστροφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.