λύχνος


λύχνος
Προφορά

Ετυμολογία
λύχνος αρχαία ελληνική λύχνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λύχνος

✦ συσκευή που δίνει φως καίγοντας λάδι
✦ φρ. περί λύχνων αφάς, κατά την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, δηλ. όταν αρχίζει να νυκτώνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.