λόχος


λόχος
Προφορά

Ετυμολογία
λόχος αρχαία ελληνική λόχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λόχος

✦ μονάδα πεζικού, τμήμα του τάγματος
✦ ομάδα ατόμων, πολλά άτομα μαζί: κατέφθασε ένας λόχος συγγενών – έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.