λότο
Προφορά
Ετυμολογία
λότο └ιταλ┘lotto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το λότο
✦ τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης για να κερδίσει πρέπει να έχει σημειώσει στις ειδικές κάρτες τους έξι αριθμούς που προκύπτουν από την κλήρωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–