λόγια


λόγια
Προφορά

Ετυμολογία
λόγια μεταγενέστερη ελληνική λόγια

Ερμηνεία
λόγια

✦ ουσ. όσα λέει κανείς, λέξεις
✦ εύχρ. σε ποικίλες φρ. όπως: λόγια του αέρα ή λόγια της καραβάνας ή λόγια παχιά, καυχησιές ή φλυαρίες – μ’ άλλα λόγια, δηλαδή – είναι όλο λόγια, δεν πραγματοποιεί όσα υπόσχεται ή απειλεί – βάζω λόγια, διαβάλλω, συκοφαντώ — παίρνω λόγια, αποσπώ ομολογίες, μυστικά – δεν παίρνει από λόγια, δεν ακούει συμβουλές, παρακάλια ή φοβέρες – ήρθαμε σε λόγια, φιλονικήσαμε – μασάει τα λόγια του, αποφεύγει να ομολογήσει κάτι – κακά λόγια, βωμολοχίες, αισχρολογίες – λόγια του κόσμου, φήμες, κακόβουλες διαδόσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.