λωποδύταρος


λωποδύταρος
Προφορά

Ετυμολογία
λωποδύταρος μεγεθ. του └ουσ┘ λωποδύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λωποδύταρος

✦ επιδέξιος λωποδύτης, κλεφταράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.