λωποδυτώ


λωποδυτώ
Προφορά

Ετυμολογία
λωποδυτώ αρχαία ελληνική λωποδυτῶ (= κλέβω τα ενδύματα, ιδ. των λουομένων)

Ερμηνεία
ρήμα λωποδυτώ -είς, -εί

✦ κλέβω, αρπάζω με επιτηδειότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.