λωλαίνω


λωλαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
λωλαίνω λωλός

Ερμηνεία
ρήμα λωλαίνω

✦ τρελαίνω
✦ ενοχλώ υπερβολικά
✦ (παθ.) λωλαίνομαι, χάνω το μυαλό μου, ιδ. από ερωτικό πάθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.