λυχνίτης


λυχνίτης
Προφορά

Ετυμολογία
λυχνίτης αρχαία ελληνική λυχνίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λυχνίτης

✦ εξαιρετική ποικιλία λευκού μαρμάρου της Πάρου (το όν. από τη διαφάνεια που παρουσιάζουν τα λεπτά κομμάτια του μαρμάρου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.