λυχνία
Προφορά
Ετυμολογία
λυχνία μεταγενέστερη ελληνική λυχνία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λυχνία
✦ συσκευή που δίνει φως, λάμπα
✦ (τεχν.) γυάλινο στεγανό περίβλημα που περιέχει αέριο σε πολύ χαμηλή πίεση και περιέχει διάφορα ηλεκτρόδια για την παραγωγή ηλεκτρικών σημάτων
✦ (τεχν.) αερόκενος σωλήνας με πολλά ηλεκτρόδια που χρησιμεύει στη ραδιοφωνία για την εκπομπή ή ενίσχυση ρευμάτων που υφίστανται ταλάντωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–