λυτρώνω


λυτρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
λυτρώνω μεσαιωνική ελληνική λυτρώνω

Ερμηνεία
ρήμα λυτρώνω

✦ ελευθερώνω πληρώνοντας λύτρα
(μτφ. ) απαλλάσσω κάποιον από κάποιο κακό: να βοηθήσει μερικούς ανθρώπους τριγύρω του να λυτρωθούν από την αγωνία (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.