λυγμώδης


λυγμώδης
Προφορά

Ετυμολογία
λυγμώδης αρχαία ελληνική λυγμώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ λυγμώδης -ης, -ες

✦ ο συνοδευόμενος από λυγμούς: λυγμώδης θρήνος – λυγμώδες κλάμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.