λυγερός
Προφορά
Ετυμολογία
λυγερός μεσαιωνική ελληνική λυγερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λυγερός -ή, -ό
✦ ευλύγιστος
✦ (συνεκδ.) ψηλός και λεπτός: η κορμοστασιά του λυγερή κι ωσάν άυλη από την μακριάν άσκηση (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–