λούφα
Προφορά
Ετυμολογία
λούφα ρ. λουφάζω (υποχωρητ.)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λούφα
✦ σιγή από φόβο ή αμηχανία
✦ το να αποφεύγει κάποιος να εκτελέσει την εργασία του
✦ φρ. στη λούφα, στα κρυφά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–