λούτσα
Προφορά
Ετυμολογία
λούτσα └σλαβ┘ luza
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λούτσα
✦ κοιλότητα του εδάφους όπου συγκεντρώνονται νερά
✦ φρ. έγινα λούτσα, καταβράχηκα: διασκεδάζουν με τ’ αψηλά κύματα που τινάζουνται στην κουπαστή, γίνουνται λούτσα και γυρεύουν τρόπο να στεγνώσουν (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–