λούκι


λούκι
Προφορά

Ετυμολογία
λούκι └τουρκ┘oluk

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λούκι

✦ νεροσωλήνας, κιούγκι
✦ αυλάκι σε ξύλινη ή μετάλλινη επιφάνεια
✦ φρ. πέφτω (μπαίνω, με ρίχνουν κτλ.) στο λούκι, συμβιβάζομαι με τα κρατούντα, προσαρμόζομαι στις απαιτήσεις και τους τύπους συμπεριφοράς που επικρατούν: βρήκε δουλειά και κοστουμάκι, γραβάτα, γραφείο, μπήκε κανονικά στο λούκι
✦ (με αρνητ. σημ.) αποκτώ εξάρτηση από κάτι ή κάποιον: έπεσε στο λούκι της ηρωίνης – ερωτεύτηκε την τύπισσα και μπήκε στο λούκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.