λοχμώδης


λοχμώδης
Προφορά

Ετυμολογία
λοχμώδης αρχαία ελληνική λοχμώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ λοχμώδης -ης, -ες

✦ ο γεμάτος λόχμες, που έχει πολλές λόχμες: λοχμώδης περιοχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.