λοχείος


λοχείος
Προφορά

Ετυμολογία
λοχείος αρχαία ελληνική λόχιος -λοχεῖος

Ερμηνεία
λοχείος

✦ -α, -ο κ. λοχείος, -α, -ο επίθ. (Κ -ία κ. -εία, -ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή τη λοχεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.