λουφές


λουφές
Προφορά

Ετυμολογία
λουφές └τουρκ┘ulufe (= μισθός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λουφές

✦ μισθός που έπαιρναν επί τουρκοκρατίας οι αρματολοί: δίνανε πίστη στην Τούρκικη Διοίκηση, που μοίραζε γαλόνια και λουφέδες (Π. Πρεβελάκης)
✦ φιλοδώρημα ή δωροδοκία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.