λουφάζω


λουφάζω
Προφορά

Ετυμολογία
λουφάζω μεσαιωνική ελληνική λωφάζω

Ερμηνεία
ρήμα λουφάζω

✦ σωπαίνω και μένω ακίνητος, μαζεύομαι από φόβο ή αμηχανία: ο γέρος έσκυψε το κεφάλι και λούφαξε. Η πείρα… τον είχε διδάξει πως δεν πρέπει να τα βάζεις με τον αφέντη (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.