λουτρό


λουτρό
Προφορά

Ετυμολογία
λουτρό αρχαία ελληνική λουτρόν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λουτρό

✦ λούσιμο, μπάνιο
✦ το μέρος όπου λούζεται κανείς
✦ πληθ. τα λουτρά, ιαματικές πηγές ή παραθαλάσσια περιοχή με εγκαταστάσεις για τους λουόμενους
✦ φρ. έμεινε στα κρύα του λουτρού, απέτυχε, διαψεύστηκαν οι ελπίδες του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.