λουτροφόρος


λουτροφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
λουτροφόρος αρχαία ελληνική λουτροφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λουτροφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που μεταφέρει νερό για λουτρό
✦ θηλ. η λουτροφόρος, (αρχαιολ.) πήλινο ή μαρμάρινο αγγείο που χρησιμοποιούνταν κατά την τελετουργία του γάμου, για τη μεταφορά νερού για το πλύσιμο της νύφης πριν από το γάμο ή το τοποθετούσαν πάνω ή μέσα στον τάφο των αγάμων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.