λουκούμι
Προφορά
Ετυμολογία
λουκούμι └τουρκ┘lokum
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λουκούμι
✦ είδος γλυκίσματος από άμυλο και ζάχαρη
✦ (ως επιθ. προσδιορ.) εύγευστος
✦ φρ. μου ήρθε λουκούμι, ήταν κάτι αναπάντεχο και καλόδεχτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–