λουδοβίκειος


λουδοβίκειος
Προφορά

Ετυμολογία
λουδοβίκειος Λουδοβίκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λουδοβίκειος -α, -ο

✦ ο του Λουδοβίκου
✦ ουδ. το λουδοβίκειο(ν) ως ουσ., παλιό χρυσό γαλλικό νόμισμα, που κόπηκε, για πρώτη φορά, επί βασιλείας Λουδοβίκου ΙΓ΄

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.