λοστρόμος


λοστρόμος
Προφορά

Ετυμολογία
λοστρόμος └ιταλ┘nostromo (ανομοίωση)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λοστρόμος

✦ ο πρώτος υπαξιωματικός σε εμπορικό καράβι, ναύκληρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.