λοσιόν


λοσιόν
Προφορά

Ετυμολογία
λοσιόν └γαλλ┘ lotion

Ερμηνεία
λοσιόν

✦ άκλ. ουσ. υγρό αρωματικό ιδιοσκεύασμα για την περιποίηση του δέρματος και των μαλλιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.