λοξοκοιτάζω
Προφορά
Ετυμολογία
λοξοκοιτάζω λοξός + κοιτάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λοξοκοιτάζω
✦ κοιτάζω λοξά, στραβοκοιτάζω
✦ (μτφ. ) βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με καχυποψία: ο προϊστάμενος τον λοξοκοιτάζει
Συνώνυμα
στραβοκοιτάζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–