λοξοδρομικός


λοξοδρομικός
Προφορά

Ετυμολογία
λοξοδρομικός λοξοδρομία

Ερμηνεία
επίθετο┘ λοξοδρομικός -ή, -ό

✦ ο της λοξοδρομίας: λοξοδρομική πλεύση (η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα δείχνει σταθερά το ίδιο σημείο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.