λογικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
λογικισμός λογική
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λογικισμός
✦ η τάση για χρήση των μεθόδων της λογικής
✦ οργάνωση της σκέψης με τους κανόνες της τυπικής λογικής και με παραμερισμό των ψυχολογικών στοιχείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–