λογική


λογική
Προφορά

Ετυμολογία
λογική αρχαία ελληνική λογική, └θηλ┘ του επιθέτου λογικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λογική

✦ κλάδος της φιλοσοφίας, η επιστήμη που μελετά τις διαδικασίες και τη δομή της ορθής σκέψης
✦ (ηλεκτρον.) οι προκαθορισμένες σχέσεις μεταξύ των κυκλωμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο τρόπος της λογικής επικοινωνίας και ανταπόκρισης μεταξύ τους κατά τη λειτουργία του υπολογιστή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.