λογαριάζω
Προφορά
Ετυμολογία
λογαριάζω μεσαιωνική ελληνική λογαριάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ λογαριάζω
✦ μετρώ, αριθμώ
✦ κάνω υπολογισμούς
✦ λαβαίνω υπόψη μου
✦ σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: τι λογαριάζετε για το καλοκαίρι;
✦ αναμετρώ τις συνέπειες: λογαριάζεις τι θα ακολουθήσει;
✦ (μέσ.) λογαριάζομαι, ξεκαθαρίζω τις δοσοληψίες μου
✦ αναμετριέμαι με κάποιον: θα λογαριαστούμε, όταν θά ‘ρθει η ώρα
✦ (παθ.) εκτιμώμαι: αυτός δε λογαριάζεται από κανέναν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–