λογίζομαι


λογίζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
λογίζομαι αρχαία ελληνική λογίζομαι

Ερμηνεία
ρήμα λογίζομαι

✦ λογαριάζω, υπολογίζω, θεωρώ
✦ (παθ.) θεωρούμαι, συνυπολογίζομαι
✦ η μτχ. λελογισμένος ως επίθ., που γίνεται με μέτρο, συνετός: η λελογισμένη χρήσις οινοπνεύματος δεν βλάπει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.