λοβιτούρα


λοβιτούρα
Προφορά

Ετυμολογία
λοβιτούρα ρουμαν. lovitura (=κτύπημα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λοβιτούρα

✦ κλοπή
✦ απάτη, τέχνασμα ή παρασκηνιακή ενέργεια για κερδοσκοπία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.